- κρημνώρεια
- κρημν-ώρεια, ἡ, jäher Bergabhang
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρημνώρεια — steep mountain ridge fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρημνώρεια — η (Α κρημνώρεια) κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ώρεια (< ὄρος). Το ω προέρχεται από τη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ ώρεια)] … Dictionary of Greek